- ευαισθητώ
- εὐαισθητῶ, -έω (Μ) [ευαίσθητος](για ανθρώπους αλλά και για ζώα τα οποία συμπεριφέρονται όπως ο άνθρωπος) είμαι ευαίσθητος σε κάτι, αντιλαμβάνομαι γρήγορα κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐαισθήτῳ — εὐαίσθητος with quick senses masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)